Η χημειοθεραπεία καταστρέφει καρκινικά κύτταρα οπουδήποτε και αν βρίσκονται στο ανθρώπινο σώμα. Ανάλογα με το στάδιο του καρκίνου, η χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί για να θεραπεύσει, να εμποδίσει την εξαπλωση, να επιβραδύνει την ανάπτυξή μιας νεοπλασιας αλλα και για να καταπραΰνει τα συμπτώματα της νόσου.
Η χημειοθεραπεία συνίσταται στη χορήγηση φαρμάκων, τα οποία χορηγούνται ενδοφλεβίως ή από το στόμα.
Σε αντίθεση με την ακτινοθεραπεία και τις εγχειρήσεις που χρησιμοποιούνται για τον τοπικό ελεγχο της νόσου, η χημειοθεραπεία είναι συστηματική θεραπεία (δρά σε όλο το σώμα). Χορηγείται σε «σχήματα» και σε «κύκλους». Ο όρος «χημειοθεραπευτικό σχήμα» υποδηλώνει τη χορήγηση συνδυασμού φαρμάκων, ενώ ο όρος «κύκλοι» σημαίνει χορήγηση των φαρμάκων με διαλείμματα μεταξύ των θεραπειών.
Η διάρκεια της χημειοθεραπείας κυμαίνεται συνήθως από τρεις έως εξι μήνες, ανάλογα με την περίπτωση. Μπορεί να γίνεται μία φορά την ημέρα, μία φορά την εβδομάδα ή μία φορά τον μήνα, αναλόγως της μορφής του καρκίνου και τα φάρμακα που λαμβάνει ο ασθενής.
Η χημειοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί πριν ή μετά τη χειρουργική θεραπεία του καρκίνου, ταυτοχρόνως, ή πριν από την ακτινοθεραπεία, ή και μόνη της.
Οι παρενέργειες
Οι παρενέργειες της χημειοθεραπείας εξαρτώνται από το είδος των φαρμάκων που χορηγούνται στον ασθενή, τις δόσεις τους, τη διάρκεια της θεραπείας και, βέβαια, τον οργανισμό του ασθενούς.
Οι πιο συνηθισμένες είναι η ναυτία και ο έμετος, η παροδική απώλεια των μαλλιών, ο αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων και η κόπωση. Οι παρενέργειες αυτές μπορεί να κάνουν δύσκολη τη ζωή του ασθενούς ή να τον επιβαρύνουν ψυχικά. Ωστόσο, οι περισσότερες μπορούν να ελεγχθούν με φάρμακα, υποστηρικτικά μέτρα ή με τροποποίηση του χημειοθεραπευτικού σχήματος.
Η εμφάνισή τους οφείλεται στο ότι τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα προσβάλλουν κάθε κύτταρο που πολλαπλασιάζεται πολύ γρήγορα, είτε είναι καρκινικό είτε όχι.
Έτσι, μπορεί να προκαλέσουν βλάβες και σε υγιή κύτταρα του σώματος, τα οποία όμως πολλαπλασιάζονται γρήγορα, όπως ορισμένα κύτταρα του στομάχου και του εντέρου (με συνέπεια ναυτία, έμετο, διάρροια), τα κύτταρα των θυλάκων των τριχών όπου αναπτύσσονται τα μαλλιά (με συνέπεια τριχόπτωση), τα κύτταρα του δέρματος και του στόματος (με συνέπεια ξηροδερμία, καθώς και ξηρότητα και πληγές στο στόμα) και τα κύτταρα του μυελού των οστών (με συνέπεια αναιμία, μείωση των αιμοπεταλίων και των λευκών αιμοσφαιρίων που οδηγούν σε κόπωση, εύκολο μωλωπισμό και αιμορραγία, αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων).